ασκλάβωτος

ασκλάβωτος
η , ο
1) непорабощённый; не бывший в плену, в неволе; свободный; 2) непослушный, непокорный; 3) свободный, имеющийся в распоряжении (о деньгах, средствах); 4) незаложенный (о доме, земельном участке)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ασκλάβωτος" в других словарях:

  • ασκλάβωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει σκλαβωθεί, που δεν έχει υποδουλωθεί 2. εκείνος που δεν πιάστηκε αιχμάλωτος 3. ο ανυπάκουος, ο ανεξάρτητος 4. (για ακίνητα και χρήματα) αυτός που δεν είναι υποθηκευμένος ή δεσμευμένος …   Dictionary of Greek

  • ασκλάβωτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν υποδουλώθηκε, ο ελεύθερος: Οι Σουλιώτες σ όλη την τουρκοκρατία έμειναν ασκλάβωτοι. 2. ελεύθερος από υποχρεώσεις, αδέσμευτος, διαθέσιμος: Το χτήμα εκείνο το χω ασκλάβωτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδούλωτος — η, ο ασκλάβωτος: Ο τόπος καταχτήθηκε, η ψυχή όμως του λαού που τον κατοικούσε έμενε αδούλωτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»